μπουρμπουλήθρα

μπουρμπουλήθρα
η
1) пузырь, пузырёк (в воде); 2) πλ. пустые разговоры, болтовня;

§ δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες груб. — закрой рот, заткнись


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπουρμπουλήθρα" в других словарях:

  • μπουρμπουλήθρα — η 1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού νερού 2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες 3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» δεν πας να πνιγείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα ήθρα… …   Dictionary of Greek

  • μπουρμπουλήθρα — η 1. φυσαλίδα νερού. 2. μτφ., αερολογίες, ανόητα λόγια: Δυο ώρες μάς έλεγε μπουρμπουλήθρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • φυσαλλίδα — η / φυσαλλίς, ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)… …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλήθρα — η βλ. μπουρμπουλήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούσκα — η 1. κύστη ελαστική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, και ιδίως η ουροδόχος: Κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου (σε επιτακτική ανάγκη για ούρηση). 2. μεγάλη φυσαλίδα του δέρματος που περιέχει υγρό διαυγές, πύο ή αίμα, η φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσαλίδα — η 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αέριου, που σαν σφαιρίδιο ανεβαίνει στην επιφάνεια υγρού, φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.), κύστη στο δέρμα γεμάτη υγρό διαυγές, που προκλήθηκε από έγκαυμα ή αρρώστια, η φλύκταινα, η φουσκάλα, η φουσκαλίδα. 3. (βοτ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»